Η ΟΜΑΔΙΚΗ ψυχοθεραπεία (ΟΨ) είναι μια μορφή θεραπείας, κατά την οποία ορισμένοι άρρωστοι, προσεκτικά επιλεγμένοι, τοποθετούνται μέσα σε μια ομάδα, με σκοπό να βοηθήσει ο ένας τον άλλο να πραγματοποιήσουν κάποια αλλαγή στην προσωπικότητα ή στη συμπεριφορά τους. Η ομάδα κατευθύνεται από έναν εκπαιδευμένο θεραπευτή, ο οποίος, για να πετύχει αυτές τις τροποποιήσεις, χρησιμοποιεί μεθοδικά τις αλληλεπιδράσεις των μελών της (Β. Sadock).
Υπάρχουν ειδικές ενδείξεις για ομαδική ψυχοθεραπεία, η οποία και πλεονεκτεί σ' αυτές τις περιπτώσεις έναντι των ατομικών ψυχοθεραπειών. Στις ενδείξεις αυτές περιλαμβάνονται άρρωστοι που έχουν την τάση να εξαρτώνται πάρα πολύ από έναν ατομικό θεραπευτή, συνεσταλμένα και απομονωμένα άτομα (σχιζοειδείς ή εξαρτημένες προσωπικότητες), φοβικοί άρρωστοι, άρρωστοι με ανταγωνισμό προς τα αδέλφια τους ή χωρίς εμπειρίες αδελφών, άρρωστοι με αντιπαλότητα ή φόβο προς τα γονεϊκά πρότυπα, έφηβοι με συγκεχυμένη ταυτότητα φύλου και παιδιά με δυσκολίες στην κοινωνική τους προσαρμογή. Η ομαδική ψυχοθεραπεία πρωτοεφαρμόστηκε από τον J. Pratt, το 1907, σε ομάδες φυματικών. Η ευρύτερη εφαρμογή της όμως προωθήθηκε από τις ανάγκες που προέκυψαν κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σε μονάδες αποκατάστασης επαναπατρισμένων αιχμαλώτων.
Σήμερα, υπάρχουν πολυάριθμοι τύποι ομαδικής ψυχοθεραπείας, με διάφορους θεωρητικούς προσανατολισμούς, διάφορους στόχους και ποικίλες τεχνικές.
Μια βασική διαίρεση διακρίνει τις ομάδες ψυχοθεραπείας σε κατευθυνόμενες και σε μη κατευθυνόμενες.
Ol κατευθυνόμενες βασίζονται σε διδακτικές ή εκπαιδευτικές αρχές και είναι χρήσιμες για το χειρισμό ενός κοινού προβλήματος, όπως είναι το άγχος των επαναπατρισμένων αιχμαλώτων πολέμου, ο αλκοολισμός ή μια φοβία. Απευθύνονται επίσης σε ψυχωσικούς αρρώστους, ιδιαίτερα στους σχιζοφρενείς.
Οι μη κατευθυνόμενες ομάδες λειτουργούν συνήθως πάνω σε ψυχαναλυτικές βάσεις. Η τεχνική αυτή εφαρμόστηκε από τον Slavson, τον Wolf, τον Foulkes κ.ά.
Αντιπροσωπευτικοί τύποι ομαδικής ψυχοθεραπείας είναι (α) η υποστηρικτική ΟΨ, με κύριες ενδείξεις τις ψυχωσικές και νευρωσικές διαταραχές και τις παροδικές περιστασιακές αντιδράσεις, (β) η ομαδική ανάλυση, που απευθύνεται κυρίως σε νευρωσικές διαταραχές, (γ) η συναλλακτική ΟΨ, που απευθύνεται τόσο σε νευρωσικές όσο και σε ψυχωσικές διαταραχές και (δ) η συμπεριφερολογική ΟΨ, με κύριες ενδείξεις τις φοβίες, την παθητικότητα και τα σεξουαλικά προβλήματα.
Οι συνεδρίες της ομαδικής ψυχοθεραπείας γίνονται σε καθορισμένες μέρες και ώρες, μία φορά την εβδομάδα ή πιο συχνά για τις ομάδες που έχουν σκοπό τη βαθιά εναισθησία, ή είναι εντατικής θεραπείας. Η διάρκεια της συνεδρίας είναι 60—90 λεπτά συνήθως. Ο αριθμός των αρρώστων είναι 5 — 10 ή και περισσότεροι για τις κατευθυνόμενες ομάδες. Ο πολύ μικρός αριθμός των μελών περιορίζει τις αλληλεπιδράσεις μέσα στην ομάδα, ενώ ο μεγάλος μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να παραμελούνται τα μέλη. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ομαδικής ψυχοθεραπείας, που την ξεχωρίζει από την ατομική, είναι η ομοιότητά της με τις συνθήκες της πραγματικής ζωής και της συνηθισμένης κοινωνικής συναναστροφής.
Στον πίνακα 1, του Irvin Yalom, αναφέρονται οι θεραπευτικοί παράγοντες στην ομαδική ψυχοθεραπεία, όπως τους περιγράφουν οι ίδιοι οι θεραπευόμενοι.
Πίνακας 1.
Θεραπευτικοί παράγοντες στην ομαδική ψυχοθεραπεία (από την πλευρά του θεραπευόμενου).
Ιδιαίτερη μορφή ομαδικής ψυχοθεραπείας αποτελεί το ψυχόδραμα, το οποίο χρησιμοποιεί τη δραματική αναπαράσταση.
Το ψυχόδραμα επινοήθηκε από τον J. Moreno και τελειοποιήθηκε από τον Lebovici και άλλους ψυχαναλυτές, οι οποίοι δημιούργησαν το ψυχαναλυτικό ψυχόδραμα. Το τελευταίο, βασίζει τη θεραπευτική του αξία κυρίως στην αποκάλυψη των μηχανισμών άμυνας του Εγώ, την οποία πετυχαίνει με τη χρησιμοποίηση του δραματικού αυτοσχεδιασμού και των φαινομένων της δυναμικής της ομάδας. Χαρακτηριστικές τεχνικές του ψυχαναλυτικού ψυχοδράματος είναι η αναστροφή των ρόλων, το ντουμπλάρισμα (double), η τεχνική του καθρέφτη και ο Χορός.Το ψυχαναλυτικό ψυχόδραμα, ως μέθοδος θεραπείας, έχει το πλεονέκτημα να είναι εφαρμόσιμο και αποτελεσματικό σε περιπτώσεις που οι προφορικές θεραπείες δεν μπορούν να εφαρμοστούν ή αποτυγχάνουν, π.χ. λόγω δυσκαμψίας της προσωπικότητας του αρρώστου, φτωχής λεκτικής έκφρασης, αντιστάσεων στη θεραπεία ή δυσκολίας στην ανάπτυξη και το χειρισμό της συναισθηματικής μεταβίβασης. Ωστόσο, είναι μια περίπλοκη μέθοδος, η οποία απαιτεί μια ομάδα θεραπευτών με ειδικά προσόντα και ειδική εκπαίδευση. Επομένως, οι ενδείξεις του περιορίζονται στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι άλλες ψυχοθεραπείες κρίνονται ανεπαρκείς.