Στερητικό σύνδρομο ή σύνδρομο στέρησης ή σύνδρομο απόσυρσης (withdrawal syndrome)
Περιλαμβάνει ένα σύνολο σωματικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων, ποικίλης έντασης, που εμφανίζονται όταν η χρήση μιας ουσίας, η οποία έχει προκαλέσει στο άτομο σωματική εξάρτηση, διακόπτεται ή μειώνεται σε σημαντικό βαθμό. Το σύνδρομο αυτό χαρακτηρίζεται από έντονες διαταραχές διαφόρων φυσιολογικών λειτουργιών, που εκδηλώνονται από την ψυχική και τη σωματική σφαίρα και είναι χαρακτηριστικές για κάθε είδος ουσίας. Ο βαθμός της σωματικής εξάρτησης εκτιμάται κυρίως από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων του συνδρόμου στέρησης. Η έναρξη και η πορεία του συνδρόμου στέρησης έχουν συγκεκριμένη χρονική διάρκεια.
Ο χρόνος εμφάνισης του στερητικού συνδρόμου εξαρτάται από τον χρόνο ημίσειας ζωής της ουσίας και τον ρυθμό μεταβολισμού της στον οργανισμό του κάθε χρήστη, ενώ η ένταση των συμπτωμάτων είναι συνήθως ανάλογη της ποσότητας και του συνολικού χρόνου χρήσης της ουσίας από το άτομο. Συνήθως, τα συμπτώματα του στερητικού συνδρόμου είναι αντίθετα από αυτά που προκαλεί η δράση της ουσίας. Τα έντονα συμπτώματα του στερητικού συνδρόμου υποχωρούν με την αποχή μερικών ημερών από τη χρήση της ουσίας, ενώ ηπιότερου τύπου συμπτίοματολογία παραμένει συνήθως για μερικές εβδομάδες. Επίσης, η προσωπικότητα, η ψυχολογική κατάσταση του χρήστη, οι προσδοκίες του από τη χρήση της ουσίας και το περιβάλλον του φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του στερητικού συνδρόμου.
2.3.1. Στερητικό σύνδρομο παρατεταμένο (withdrawal protracted)
Πρόκειται για την παρουσία συμπτωμάτων στερητικού συνδρόμου που είναι συνήθως ελαφρά, αλλά οπωσδήποτε ενοχλητικά, επί αρκετές εβδομάδες ή μήνες μετά την υποχώρηση της οξείας φάσης του σωματικού συνδρόμου στέρησης. Η κατάσταση είναι μη σαφώς καθορισμένη και έχει περιγραφεί σε άτομα εξαρτημένα από οπιοειδή, οινόπνευμα και καταπραϋντικά φάρμακα.
2.3.2. Στερητικό σύνδρομο εξαρτημένο (withdrawal conditioned)
Αποτελεί σύνδρομο που εκδηλώνεται με σημεία και συμπτώματα στέρησης σε άτομα εξαρτημένα από το αλκοόλ ή τα οπιοειδή ενώ τελούν σε αποχή, όταν αυτά εκτεθούν σε ερεθίσματα που συνέδεαν προηγουμένως με τη χρήση του αλκοόλ ή των οπιοειδών.