Θεωρείται η μείωση της απάντησης ενός οργανισμού στη φαρμακολογική δράση μιας ουσίας μετά από συνεχή χρήση της. Συνεπώς, για να βιώσει το άτομο το ίδιο επιθυμητό αποτέλεσμα πρέπει να λαμβάνει συνεχώς αυξανόμενες δόσεις της ουσίας.
Επίσης, η ανοχή είναι δυνατόν να εκφραστεί με την εμφάνιση στερητικών συμπτωμάτων, ενώ το άτομο κρατά σταθερή την ποσότητα χρήσης της ψυχοδραστικής ουσίας.
Η ανοχή αποτελεί ένα από τα κριτήρια του συνδρόμου εξάρτησης. Οι βιολογικοί μηχανισμοί μέσω των οποίων αναπτύσσεται το φαινόμενο της ανοχής φαίνεται ότι είναι τρεις: (α) μηχανισμοί ομοιόστασης, (β) ιστοχημικού τύπου μεταβολές στα κύτταρα-στόχους του νευρικού συστήματος (δηλαδή φαρμακοδυναμικού ή κυτταρικού τύπου ανοχή) και (γ) μεταβολικοί μηχανισμοί.
Ο όρος συμπεριφοριολογική ανοχή (behavioral tolerance) αντανακλά την ικανότητα του ατόμου να εκτελεί εργασίες παρά την επίδραση του φαρμάκου.
2.5. Αντίστροφη ανοχή ή ευαισθητοποίηση (reverse tolerance or sensitization)
Πρόκειται για την κατάσταση κατά την οποία η δράση μιας ουσίας ενισχύεται με την επαναλαμβανόμενη χρήση. Δηλαδή, μετά την εγκατάσταση της εξάρτησης από μια ουσία, οι κλινικές δράσεις της συγκεκριμένης ουσίας εκδηλώνονται με τη χρήση μικρότερων δόσε-ων της ουσίας.
2.6. Διασταυρούμενη ανοχή (cross-tolerance)
Αναφέρεται στην ιδιότητα μιας ουσίας να μπορεί να αντικατασταθεί από κάποια άλλη, που κάθε μία προκαλεί τα ίδια σωματικά και ψυχολογικά αποτελέσματα (π.χ. διαζεπάμη και βαρβιτουρικά).
2.7. Τοξίκωση (intoxication)
Θεωρείται η κατάσταση που ακολουθεί την πρόσφατη λήψη ψυχοδραστικής ουσίας και οδηγεί σε διαταραχές του επιπέδου συνείδησης, των νοητικών λειτουργιών, της αντίληψης, κριτικής ικανότητας, συναισθήματος, συμπεριφοράς ή άλλων ψυχοφυσιολογικών λειτουργιών και αντιδράσεων. Πρόκειται για αναστρέψιμο σύνδρομο, ειδικό για κάθε ουσία.
2.8. Υπερβολική δόση (overdose)
Πρόκειται για τη χρήση οποιασδήποτε ουσίας με τρόπο που προκαλεί οξείες δυσμενείς σωματικές ή ψυχικές επιδράσεις. Η σκόπιμη υπέρβαση δόσης είναι συνήθης τρόπος απόπειρας αυτοκτονίας ή αυτοκτονίας.
2.9. Νευροπροσαρμογή (neuroadaptation)
Ο όρος αναφέρεται στις νευροχημικές και νευρο-φυσιολογικές μεταβολές του οργανισμού που οφείλονται σε επανειλημμένη χορήγηση μίας ουσίας. Η νευροπροσαρμογή ευθύνεται για το φαινόμενο της ανοχής. Η φαρμακοκινητική προσαρμογή αναφέρεται στην προσαρμογή των μεταβολικών συστημάτων του οργανισμού. Η κυτταρική ή φαρμακοδυναμική προσαρμογή αναφέρεται στην ικανότητα του νευρικού συστήματος να λειτουργεί παρά τα υψηλά επίπεδα τής εν λόγω ουσίας στο αίμα.